Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

телефона - τηλεφώνου

  • 1 номер

    1. (порядковое число) о αριθμός
    - бортовой мор. - κατασκευαστικός - του ναυπηγείου
    заводской - του εργοστασίου (αριθμός της σειράς στην κατασκευή του μηχανήματος)
    хим. ατομικός -
    - рейса ав. - της πτήσης
    « - телефона не отвечает» « - του τηλεφώνου δεν απαντάει»
    - элемента порядковый см. атомный -.
    2. (размер) о αριθμός
    τομέγεθος
    - сита - του σείστρου/κόσκινου(τυποποιημένος)
    3. (сольный) ο/η μονωδός,η μονωδία.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > номер

  • 2 номер

    номер м 1) ο αριθμός, το νούμερο· \номер обуви το νούμερο παπουτσιών \номер телефона ο αριθμός τηλεφώνου· я живу в доме \номер... μένω στο σπίτι αριθμός... 2) (в гостинице) το δωμάτιο· одноместный (двухместный) \номер το μονό ( διπλό) δωμάτιο
    * * *
    м
    1) ο αριθμός, το νούμερο

    но́мер о́буви — το νούμερο παπουτσιών

    но́мер телефона — ο αριθμός τηλεφώνου

    я живу́ в до́ме но́мер... — μένω στο σπίτι αριθμός…

    2) ( в гостинице) το δωμάτιο

    одноме́стный (двухме́стный) но́мер — το μονό (διπλό) δωμάτιο

    Русско-греческий словарь > номер

  • 3 телефон

    телефон м το τηλέφωνο· номер \телефона о αριθμός τηλεφώνου; говорить по \телефону μιλώ με το τηλέφωνο; звонить по \телефону τηλεφωνώ; позвать к \телефону καλώ στο τηλέφωνο; я у \телефона! εμπρός! \телефон не работает το τηλέφωνο δε λειτουργεί
    * * *
    м
    το τηλέφωνο

    но́мер телефо́на — ο αριθμός τηλεφώνου

    говори́ть по телефо́ну — μιλώ με το τηλέφωνο

    звони́ть по телефо́ну — τηλεφωνώ

    позва́ть к телефо́ну — καλώ στο τηλέφωνο

    я у телефо́на! — εμπρός!

    телефо́н не рабо́тает — το τηλέφωνο δε λειτουργεί

    Русско-греческий словарь > телефон

  • 4 набрать

    набрать 1) μαζεύω, συγκεντρώνω 2) полигр. στοιχειοθετώ ◇ \набрать номер (телефона) παίρνω (или σχηματίζω) τον αριθμό ( του τηλεφώνου)
    * * *
    1) μαζεύω, συγκεντρώνω
    2) полигр. στοιχειοθετώ
    ••

    набра́ть но́мер (телефо́на) — παίρνω ( или σχηματίζω) τον αριθμό (του τηλεφώνου)

    Русско-греческий словарь > набрать

  • 5 неравномерность

    η ανομοιομορφία
    - частотной характеристики в полосе пропускания (элн.) - της συχνότητας στη ζώνη της διαρροής
    - частотной характеристики отдачи (напр. телефона) - της συχνότητας απόδοσης (π.χ. του τηλεφώνου)
    - чувствительности по элементу (фотоприёмника) - της ευαισθησίας των στοιχείων (π.χ. τουφωτοδέκτη)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > неравномерность

  • 6 набирать

    набирать
    несов
    1. μαζεύω, μαζώνω, συναθροίζω / γεμίζω (воду, воздух):
    \набирать горючее ἐφοδιάζομαι μέ καύσιμα·
    2. (производить набор куда-л.) ἐγγράφω (учащихся)/ προσλαμβάνω, μισθώνω (рабочих)! στρατολογώ, ἐπιστρατεύω (вармию):
    \набирать учеников ἐγγράφω μαθητές·
    3. полигр. στοιχειοθετώ· ◊ \набирать номер (телефона) παίρνω τόν ἀριθμό (τηλεφώνου)· \набирать скорость ἀνοίγω ταχύτητα· \набирать высоту́ ἀνυψώνομαι, παίρνω δψος.

    Русско-новогреческий словарь > набирать

  • 7 установка

    установк||а
    ж
    1. (действие) ἡ τοποθέ-τηση [-ις], ἡ ἐγκατάσταση [-ις]/ τό μοντάρισμα (монтирование, сборка):
    \установка машины τό στήσιμο μηχανής· \установка телефона ἡ ἐγκατάσταση τηλεφώνου·
    2. (устройство) тех. ἡ ἐγκατάσταση [-ις], ἡ συσκευή:
    радиотелеграфная \установка ἡ ραδιοτηλεγραφική συσκευή, ἡ συσκευή ἀσυρμάτου·
    3. (ориентация) ὁ σκοπός, ἡ ἀρχή, ὁ προσανατολισμός/ ἡ ὁδηγία, ἡ ἐντολή (директива):
    следовать основной \установкае ἀκολουθώ τόν κύριο προσανατολισμό· дать \установкау δίνω ἐντολή· получить \установкау παίρνω ἐντολή.

    Русско-новогреческий словарь > установка

  • 8 забыть

    -буду, -будешь, προστκ. ;забуць, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забытый, βρ: -быт, -а, -о
    ρ.σ,
    1. λησμονώ, ξεχνώ•

    забыть номер телефона ξεχνώ τον αριθμό του τηλεφώνου•

    -дем прошлое λήθη στο παρελθόν•

    вы нас совсем -ли εσείς μας! ξεχάσατε τελείως.

    2. παραμελώ, αφήνω χωρίς επίβλεψη.
    εκφρ.
    забыл дорогу куда – ξέχασα το δρόμο για κάπου (έπαυσα να μεταβαίνω κάπου)•
    забыл думать – έπαψα να σκέφτομαι (δε με ενδιαφέρει)•
    забыть чью ή какую хлеб-соль – ξεχνώ το καλό που μου έκανε (είμαι αγνώμονας)•
    не забыть – α) «кого» δεν ξεχνώ κάποιον (για αμοιβή)• β) «кому-чего» δεν ξεχνώ κάποιον, δεν συγχωρώ•
    себя не забыть – δεν ξεχνώ τον εαυτό μου (προκειμένου για κέρδος, όφελος)•
    что я -был? (тамκ.τ.τ.) τι δουλειά έχω εγώ εκεί; τι να κάνω εκεί;
    1. κοιμούμαι λιγάκι, με παίρνει λίγο ο ύπνος.
    2. ξεχνιέμαι, αφαιρούμαι.
    3. παραφέρομαι, εξοργίζομαι. || εκτρέπομαι, παρεκτρέπομαι, εκτραχηλίζομαι.
    4. λησμονώ, ξεχνώ.

    Большой русско-греческий словарь > забыть

  • 9 набрать

    -беру, -бершь, παρλθ. χρ. набрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. набранный, βρ: -ран, -а, κ. -набратьа
    ρ.σ.μ.
    1. (ποσοτικά κ. βαθμιαία) συνάζω, συναθροίζω, συγκεντρώνω, μαζεύω περισυλλέγω•

    набрать корзину грибов μαζεύω ένα καλάθι μανιτάρια.

    2. παίρνω, γεμίζω εφοδιάζομαι•

    набрать воды παίρνω νερό.

    || δέχομαι•

    набрать заказов παίρνω παραγγελίες.

    3. προσλαμβάνω•

    набрать рабочих προσλαμβάνω εργάτες.

    || στρατολογώ επιστρατεύω συγκροτώ μισθώνω•

    набрать армию συγκροτώ στρατό•

    труппу συγκροτώ (μισθώνω) θίασο•

    набрать отряд συγκροτώ τμήμα.

    4. συνθέτω, συναρμολογώ, κατασκευάζω. || παίρνω, επιλέγω•

    набрать номер телефона παίρνω τον αριθμό του τηλεφώνου.

    || επαυξαίνω•

    набрать скорость αυξαίνω (παίρνω) ταχύτητα, επιταχύνω.

    (τυπγρ.) στοιχειοθετώ.
    1. συνάζομαι, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. μτφ. παίρνω, αντλώ, βρίσκω κάνω•

    набрать сил παίρνω δύναμη•

    набрать смелость παίρνω θάρρος•

    набрать терпение κάνω υπομονή.

    3. αποκτώ, λαβαίνω, δέχομαι•

    набрать тифу παίρνω τύφο (αρρωσταίνω από τύφο).

    || δοκιμάζω, υποφέρω.
    4. εξευρίσκω•
    5. μεθώ, κουτσοπίνω.
    εκφρ.
    набрать духу – εμψυχώνομαι, εμψυχώνω τον εαυτό μου•
    набрать ума (разума) – λογικεύομαι, ορθοφρονώ βάζω γνώση, μυαλό.

    Большой русско-греческий словарь > набрать

  • 10 номер

    κ. παλ. нумер
    α.
    1. αριθμός, νούμερο•

    номер дома αριθμός σπιτιού•

    номер телефона αριθμός τηλεφώνου•

    номер автомобиля αριθμός αυτοκινήτου.

    2. φύλλο τεύχος•

    номер газеты φύλλο της εφημερίδας•

    номер журнала τεύχος περιοδικού.

    || παλ. ξενοδοχείο.
    3. (για παράσταση θεάματος) το νούμερο.
    4. μτφ. πράξη παράξενη, απρόοπτο πράγμα κόλπο.
    5. υπηρέτης πυροβόλου, πολυβόλου κ.τ.τ., ρυθμιστής.

    Большой русско-греческий словарь > номер

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»